παραδεκτός — και παραδεχτός, ή, ό / παραδεκτός, ή, όν, ΝΑΜ [παραδέχομαι] αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε δεκτός («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῑν», Ιουλ.) … Dictionary of Greek
εύλογος — η, ο επίρρ. α ορθός, λογικός, παραδεχτός, κατανοητός, δικαιολογημένος: Εύλογη αγανάχτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομόφωνος — η, ο 1. ο όμοιος στη φωνή, τον τόνο, το τραγούδι. 2. σύμφωνος, απ όλους παραδεχτός: Ομόφωνη απόφαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)